Στυφότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στυφότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стягане, тръпчивост, стипчивост, стипчивостта
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυφότητα
στυφότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στυφότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στυλό στα βουλγαρικά - писалка, писалката, химикалка, перо, химикал
- στυφός στα βουλγαρικά - парлив, остър, парлива, жлъчен, задушлив
- στόκος στα βουλγαρικά - замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит
- στόλος στα βουλγαρικά - флота, флот, на флота, парк, автопарк
Τυχαίες λέξεις
Στυφότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стягане, тръпчивост, стипчивост, стипчивостта
Μεταφράσεις: стягане, тръпчивост, стипчивост, стипчивостта