Концентрат στα ελληνικά

Μετάφραση: концентрат, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, επικεντρωθούμε
Концентрат στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • конфликт στα ελληνικά - μάχη, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, ...
  • конфронтация στα ελληνικά - αντιμετώπιση, διαμάχη, αναμέτρηση, αντιπαράθεση, αντιπαράθεσης, σύγκρουση
  • концерт στα ελληνικά - συναυλία, συναυλίες, για συναυλίες, συναυλιών, συναυλίας
  • концертино στα ελληνικά - Κοντσερτίνο, Concertino, κονσερτίνο, Κοντσερτάκι
Τυχαίες λέξεις
Концентрат στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπυκνώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, επικεντρωθεί, επικεντρώνονται, επικεντρωθούν, να επικεντρωθεί, επικεντρωθούμε