Συνεργασία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνεργασία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργασία
συνεργασία δυμαίων πολιτών, συνεργασία 2011, συνεργασία αγγλικά, συνεργασία πολιτών για δημοκρατική μαχητική αυτοδιοίκηση, συνεργασία συνώνυμα, συνεργασία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνεργασία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνεργάσιμος στα βουλγαρικά - кооперация, кооперативен, кооперативно, кооперативното, кооперативната
- συνεργάτης στα βουλγαρικά - сътрудник, принос, фактор, вносител, участник
- συνεργός στα βουλγαρικά - подбудител, подстрекател, съучастник, помагач
- συνεσταλμένος στα βουλγαρικά - плах, плахи, плахо, плаха, притеснителен
Τυχαίες λέξεις
Συνεργασία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в
Μεταφράσεις: участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в