Τιθασεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τιθασεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размеквам, смекчи, омекоти, омекотяват, омекне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιθασεύω
τιθασεύω συνώνυμα, τιθασεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τιθασεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- της] στα βουλγαρικά - на, от, за, с, по
- τι στα βουλγαρικά - какво, какви, каквото
- τικ στα βουλγαρικά - тик, Тиков, тиково дърво, Teak, Тикова
- τιμάριο στα βουλγαρικά - плата, вражда, такса, феод, феодално владение, враждата, отмъщение
Τυχαίες λέξεις
Τιθασεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: размеквам, смекчи, омекоти, омекотяват, омекне
Μεταφράσεις: размеквам, смекчи, омекоти, омекотяват, омекне