Τιθασεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τιθασεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
africhten, dresseren, temmen, verzachten, te verzachten, zacht, zachter, verzacht
Τιθασεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιθασεύω

τιθασεύω συνώνυμα, τιθασεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιθασεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • της] στα ολλανδικά - bezitten, eigen, van, van de, van het, over
  • τι στα ολλανδικά - welk, dat, wat, hetgeen, welke, hoe, waar, ...
  • τικ στα ολλανδικά - teek, teakhout, teak, teakhouten, teakhout in, teakhout op
  • τιμάριο στα ολλανδικά - honorarium, leengoed, leen, vete, ruzie, feud, twist, ...
Τυχαίες λέξεις
Τιθασεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: africhten, dresseren, temmen, verzachten, te verzachten, zacht, zachter, verzacht