Τιθασεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: τιθασεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приборкувати, покірний, приборкати, ручної, пом'якшувати, зм'якшувати, пом'якшити, пом'якшуватиме
Τιθασεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιθασεύω

τιθασεύω συνώνυμα, τιθασεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τιθασεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • της] στα ουκρανικά - рідний, власний, володіти, з, із, зі, через, ...
  • τι στα ουκρανικά - причали, що
  • τικ στα ουκρανικά - галочка, негайно, цокання, тик, ТВК, Тік, Тікове дерево, ...
  • τιμάριο στα ουκρανικά - гонорар, винагорода, плата, ворожнеча, ворожість, ворожнечі, ворожнечу
Τυχαίες λέξεις
Τιθασεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: приборкувати, покірний, приборкати, ручної, пом'якшувати, зм'якшувати, пом'якшити, пом'якшуватиме