Δραστήριος στα γερμανικά
Μετάφραση: δραστήριος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingeschaltet, aktiv, wirksam, energetisch, rege, energisch, tätig, aktiven, aktive, aktiver
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δραστήριος
δραστήριος μετάφραση, δραστήριος αντώνυμο, δραστήριος στα αγγλικά, δραστήριος συνώνυμα, δραστήριος λεξικό γλώσσας γερμανικά, δραστήριος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- δρασκελίζω στα γερμανικά - gang, schritt, fortschritt, spreizen, Grätsche, Straddle, Portal
- δρασκελιά στα γερμανικά - schritt, stufe, schreiten, stride, zu schreiten, schreite
- δραστηριοποιούμαι στα γερμανικά - greifer, handgemenge, meistern, ringkampf, bewältigen, sich, selbst, ...
- δραστηριότητα στα γερμανικά - rührigkeit, betätigung, aktivität, tätigkeit, umtrieb, radioaktivität, Aktivität, ...
Τυχαίες λέξεις
Δραστήριος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: eingeschaltet, aktiv, wirksam, energetisch, rege, energisch, tätig, aktiven, aktive, aktiver
Μεταφράσεις: eingeschaltet, aktiv, wirksam, energetisch, rege, energisch, tätig, aktiven, aktive, aktiver