Eingeschaltet στα ελληνικά

Μετάφραση: eingeschaltet, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, ενεργός, εγχειρίζω, ακμαίος, δραστήριος, σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένος, ενεργοποιείται
Eingeschaltet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amtsdiener στα ελληνικά - υπάλληλος, υπηρέτης, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
  • aufrecht στα ελληνικά - τίμιος, δοκάρι, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
  • befestigungsorgan στα ελληνικά - συνάντηση, όργανο, οργάνου, οργάνων, όργανα, στα όργανα
  • durchbruch στα ελληνικά - οπή, επανάσταση, ανακάλυψη, επίτευγμα, επαναστατική, σημαντική ανακάλυψη
Τυχαίες λέξεις
Eingeschaltet στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, ενεργός, εγχειρίζω, ακμαίος, δραστήριος, σε, ενεργοποιημένη, ενεργοποιημένο, ενεργοποιηθεί, ενεργοποιημένος, ενεργοποιείται