Wirksam στα ελληνικά

Μετάφραση: wirksam, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, δυνατός, κραταιός, δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Wirksam στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anzüglichkeit στα ελληνικά - υπαινικτικότης, suggestiveness, υπαινικτικότητα, υποβολές, υποβλητικότητα
  • arbeitstische στα ελληνικά - πάγκοι εργασίας, πάγκοι, πάγκους εργασίας, τραπέζια εργασίας, τραπέζια εργασίας από
  • belagerung στα ελληνικά - πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
Τυχαίες λέξεις
Wirksam στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, δυνατός, κραταιός, δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές