Aktiv στα ελληνικά

Μετάφραση: aktiv, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργά, ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Aktiv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktionär στα ελληνικά - μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
  • aktionäre στα ελληνικά - μέτοχοι, μετόχους, των μετόχων, μετόχων, οι μέτοχοι
  • aktiva στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, ενεργητικού, περιουσιακά στοιχεία, τα περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικό
  • aktive στα ελληνικά - ζωντανός, μένω, ενεργός, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Τυχαίες λέξεις
Aktiv στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργά, ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών