Κηπουρική στα γερμανικά
Μετάφραση: κηπουρική, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gartenarbeit, Gartenarbeit, Gärtnerei, Garten, Gartenbau
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κηπουρική
κηπουρική για όλους, κηπουρική για παιδιά, κηπουρική στο μπαλκόνι, κηπουρική συμβουλές, κηπουρική περιοδικό, κηπουρική λεξικό γλώσσας γερμανικά, κηπουρική στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- κηλίδα στα γερμανικά - schmutz, schandfleck, seiden, beizen, glattweg, spick, beize, ...
- κηλιδώνω στα γερμανικά - Fleck, Flecken, Fleckenkrankheit, blotch
- κηπουρικός στα γερμανικά - gartenarbeit, Gartenbau, gartenbaulichen, Gartenbauer
- κηπουρός στα γερμανικά - gärtner, Gärtner, Gärtners, gardener
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρική στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gartenarbeit, Gartenarbeit, Gärtnerei, Garten, Gartenbau
Μεταφράσεις: gartenarbeit, Gartenarbeit, Gärtnerei, Garten, Gartenbau