Κηπουρική στα ουκρανικά

Μετάφραση: κηπουρική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
садівництво, садівництвом, садоводство
Κηπουρική στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κηπουρική

κηπουρική για όλους, κηπουρική για παιδιά, κηπουρική στο μπαλκόνι, κηπουρική συμβουλές, κηπουρική περιοδικό, κηπουρική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κηπουρική στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κηλίδα στα ουκρανικά - швидкий, стамеска, пляма, плямувати, розважальний, цятка, спритний, ...
  • κηλιδώνω στα ουκρανικά - профанувати, брудніть, опоганювати, дефіле, розбещувати, пляма, пляму
  • κηπουρικός στα ουκρανικά - садівництво, садовий, садову, малярні, садова
  • κηπουρός στα ουκρανικά - городник, садівник, садовник
Τυχαίες λέξεις
Κηπουρική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: садівництво, садівництвом, садоводство