Λέξη: μετριότητα
Σχετικές λέξεις: μετριότητα
μετριότητα λεξικό, χρυσή μετριότητα, η μετριότητα, μετριότητα συνώνυμα, μετριότητα αποφθεγματα
Συνώνυμα: μετριότητα
μετριότης, μετριοπάθεια, μετριασμός, ρέγουλα, μετρίαση
Μεταφράσεις: μετριότητα
μετριότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mediocrity, moderation, mediocre, mediocrity of, averageness
μετριότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
medianía, mediocridad, la mediocridad, mediocre
μετριότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittelmäßigkeit, Mittelmäßigkeit, Mittelmaß, Mittelmässigkeit, der Mittelmäßigkeit, die Mittelmäßigkeit
μετριότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
médiocrité, la médiocrité, médiocre
μετριότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mediocrità, la mediocrità, mediocre, della mediocrità, mediocrity
μετριότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mediocridade, a mediocridade, mediocrity, medíocre, da mediocridade
μετριότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middelmatigheid, middelmaat, de middelmatigheid, de middelmaat, middelmatige
μετριότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заурядность, посредственность, ограниченность, посредственности, бездарность, посредственностью, серость
μετριότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
middelmådighet, mediocrity, middelmådig, middelmådigheten, middelmdighet
μετριότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
medelmåttighet, medelmåtta, mediocrity, medelmåttiga, medelmåttan
μετριότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keskinkertaisuus, keskinkertaisuuteen, keskinkertaisuutta, keskinkertaisuuden, mediocrity
μετριότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
middelmådighed, middelmådigheden, Middelmaadighed, middelmådige
μετριότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průměrnost, prostřednost, průměrnosti, prostřednosti
μετριότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miernota, mierność, przeciętność, przeciętności, mediocrity
μετριότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
középszerűség, középszer, középszerűséget, a középszerűség, a középszerűséget
μετριότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıradanlık, mediocrity, vasatlıktır, vasatlık, vasattı
μετριότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
посередності, посередність, пересічність, посредственность
μετριότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mediokritet, mediokëri, mediokriteti, mediokritetit
μετριότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредственост, посредствеността, посредствен
μετριότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасрэднасць, пасродкавасць
μετριότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keskpärasus, keskpärasuse, keskpärasusega, keskpärane
μετριότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osrednjost, prosječnost, osrednjih sposobnosti, mediokritet, osrednjih
μετριότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðalmennsku, mediocrity
μετριότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vidutinybė, vidutiniškumas, Mierność, vidutinybių, Miernota
μετριότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viduvējība, viduvējības, viduvējību
μετριότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
просечност, медиокритет, просечноста, медиокритетот, осредноста
μετριότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mediocritate, mediocritatea, mediocrității, mediocritatii, mediocru
μετριότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povprečnost, povprečnosti
μετριότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prostřednost