Οριζόντιος στα γερμανικά
Μετάφραση: οριζόντιος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
horizontal, waagerecht, liegend, waagrecht, horizontale, horizontalen, horizontaler
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριζόντιος
οριζόντιος και κάθετος συντονισμός, οριζόντιος πολλαπλασιασμός, οριζόντιος και κάθετος επαγγελματικός διαχωρισμός, οριζόντιος προσανατολισμός, οριζόντιος νυσταγμός, οριζόντιος λεξικό γλώσσας γερμανικά, οριζόντιος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ορθώνω στα γερμανικά - aufbauen, steif, stramm, vertikal, gut, gutes, gute, ...
- οριακός στα γερμανικά - grenzlinie, scheide, marginal, Rand, Grenz, marginale, marginalen
- οριοθετώ στα γερμανικά - abgrenzen, umgrenzen, begrenzen, abzugrenzen, zu begrenzen
- ορισμός στα γερμανικά - ernennung, bestimmung, begrenzung, begriffsbestimmung, berufung, amt, termin, ...
Τυχαίες λέξεις
Οριζόντιος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: horizontal, waagerecht, liegend, waagrecht, horizontale, horizontalen, horizontaler
Μεταφράσεις: horizontal, waagerecht, liegend, waagrecht, horizontale, horizontalen, horizontaler