Οριζόντιος στα δανικά

Μετάφραση: οριζόντιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandret, horisontale, horisontal, vandrette, horisontalt
Οριζόντιος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριζόντιος

οριζόντιος και κάθετος συντονισμός, οριζόντιος πολλαπλασιασμός, οριζόντιος και κάθετος επαγγελματικός διαχωρισμός, οριζόντιος προσανατολισμός, οριζόντιος νυσταγμός, οριζόντιος λεξικό γλώσσας δανικά, οριζόντιος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ορθώνω στα δανικά - god, godt, gode, en god
  • οριακός στα δανικά - grænse, marginal, marginale, randnr, marginalt
  • οριοθετώ στα δανικά - afgrænse, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning, afgrænsning af
  • ορισμός στα δανικά - aftale, definition, definitionen, fastlæggelsen, fastlæggelse
Τυχαίες λέξεις
Οριζόντιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vandret, horisontale, horisontal, vandrette, horisontalt