Συναγωνίζομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: συναγωνίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
messen, konkurrieren, Wettbewerb, zu konkurrieren, im Wettbewerb, antreten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναγωνίζομαι
συναγωνίζομαι συνωνυμο, συναγωνίζομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, συναγωνίζομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συναγερμός στα γερμανικά - warneinrichtung, alarm, bestürzung, alarmierung, warnen, alarmieren, wecker, ...
- συναγωγή στα γερμανικά - synagoge, Synagoge, Synagogen
- συναγωνισμός στα γερμανικά - konkurrenzkampf, wettbewerb, wettbewerber, wetteifer, preisausschreiben, wettkampf, konkurrenz, ...
- συναθροίζομαι στα γερμανικά - zulauf, pulk, gedränge, sich versammeln, forgather
Τυχαίες λέξεις
Συναγωνίζομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: messen, konkurrieren, Wettbewerb, zu konkurrieren, im Wettbewerb, antreten
Μεταφράσεις: messen, konkurrieren, Wettbewerb, zu konkurrieren, im Wettbewerb, antreten