Άβολος στα δανικά
Μετάφραση: άβολος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vanskelig, ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άβολος
άβολος συνώνυμα, άβολος λεξικό γλώσσας δανικά, άβολος στα δανικά
Μεταφράσεις
- άβακας στα δανικά - abacus, kuglerammen, kugleramme, af Abacus
- άβολα στα δανικά - ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
- άβυσσος στα δανικά - afgrund, bugt, golf, afgrunden, abyss
- άγαλμα στα δανικά - statue, skulptur, statuen, statuebillede
Τυχαίες λέξεις
Άβολος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vanskelig, ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas
Μεταφράσεις: vanskelig, ubehageligt, ubehagelige, ubehagelig, utilpas