Άκαμπτος στα δανικά

Μετάφραση: άκαμπτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, stive, stift, fast, faste
Άκαμπτος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άκαμπτος

άκαμπτος άξονας, άκαμπτος συνώνυμα, άκαμπτος συνώνυμο, άκαμπτος λεξικό γλώσσας δανικά, άκαμπτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άθλημα στα δανικά - tildragelse, begivenhed, sport, idræt, sporten, sportens
  • άθλιος στα δανικά - fattig, bedrøvet, dårlig, elendig, elendige, Midtbane elendig, Gennemsnit for midtbane elendig, ...
  • άκαρπος στα δανικά - forgæves, frugtesløse, frugtesløs, frugtesløst, resultatløs
  • άκομψος στα δανικά - klodset, klodsede, uskønne, uskøn
Τυχαίες λέξεις
Άκαμπτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stiv, stive, stift, fast, faste