Άνετος στα δανικά

Μετάφραση: άνετος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
let, bekvem, nem, hyggelig, komfortable, komfortabel, behagelig, behageligt, komfortabelt
Άνετος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνετος

είμαι άνετος, άνετος συνώνυμα, άνετος στα αγγλικά, άνετος λεξικό γλώσσας δανικά, άνετος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • άνεργος στα δανικά - arbejdsløse, arbejdsløs, ledige, arbejdsloese
  • άνεση στα δανικά - hvile, pause, ro, komfort, Comfort, komforten, trøst
  • άνευ στα δανικά - uden, uden at, ikke
  • άνηθο στα δανικά - dild, af dild
Τυχαίες λέξεις
Άνετος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: let, bekvem, nem, hyggelig, komfortable, komfortabel, behagelig, behageligt, komfortabelt