Άνετος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άνετος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cómodo, fácil, confortável, oriental, confortáveis, vontade
Άνετος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνετος

είμαι άνετος, άνετος συνώνυμα, άνετος στα αγγλικά, άνετος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνετος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άνεργος στα πορτογαλικά - desagasalhar, despir, desempregados, desempregado, desemprego, desempregada, desempregadas
  • άνεση στα πορτογαλικά - facilidade, descanso, conforto, o conforto, de conforto, comodidade, consolo
  • άνευ στα πορτογαλικά - menos, dentro, em, sem, não, sem a, sem o
  • άνηθο στα πορτογαλικά - endro, aneto, dill, do aneto, de endro
Τυχαίες λέξεις
Άνετος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cómodo, fácil, confortável, oriental, confortáveis, vontade