Let στα ελληνικά
Μετάφραση: let, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάβω, φωτίζω, εύκολος, ξανθός, λείος, απλοϊκός, άνετος, φωτερός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ler στα ελληνικά - άργιλος, πηλός, πηλό, αργίλου, άργιλο
- lesbisk στα ελληνικά - λεσβία, λεσβίες, λεσβιών, λεσβιακό, λεσβιακά
- leukæmi στα ελληνικά - λευχαιμία, λευχαιμίας, της λευχαιμίας, η λευχαιμία, τη λευχαιμία
- levende στα ελληνικά - ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, καθιστικό, ζωής
Τυχαίες λέξεις
Let στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάβω, φωτίζω, εύκολος, ξανθός, λείος, απλοϊκός, άνετος, φωτερός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Μεταφράσεις: ανάβω, φωτίζω, εύκολος, ξανθός, λείος, απλοϊκός, άνετος, φωτερός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη