Άσπρος στα δανικά
Μετάφραση: άσπρος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hvid, hvidt, hvide, white
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άσπρος
άσπρος χάϊλαντς τεριέ χαριζεται, άσπρος ταραμάς, άσπρος ποταμός, άσπρος νάνος, άσπρος λαγός, άσπρος λεξικό γλώσσας δανικά, άσπρος στα δανικά
Μεταφράσεις
- άσκοπος στα δανικά - aimless, formålsløs, planløst, formålsløse, planløse
- άσπλαχνος στα δανικά - ubarmhjertige, ubarmhjertig, gældbundne, nådesløse, unmerciful
- άστατος στα δανικά - vægelsindet, lunefulde, ustadig, vaklende, ustadigt
- άσυλο στα δανικά - tilflugt, fristed, asyl, asyl-, asylansøgning, asylområdet
Τυχαίες λέξεις
Άσπρος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hvid, hvidt, hvide, white
Μεταφράσεις: hvid, hvidt, hvide, white