Έντεχνος στα δανικά
Μετάφραση: έντεχνος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspert, dygtig, håndværksmæssig, håndværksmæssig udførelse, fagmæssig, håndværksmæssigt, håndværksmæssige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έντεχνος
έντεχνος συλλογισμός, έντεχνος ορισμός, έντεχνος συνωνυμο, έντεχνοσ λαϊκόσ λόγοσ, έντεχνος σοφία, έντεχνος λεξικό γλώσσας δανικά, έντεχνος στα δανικά
Μεταφράσεις
- έντεκα στα δανικά - elleve, Xperteleven, Eleven
- έντερο στα δανικά - tarm, tarmen, tarmene, tarme
- έντιμος στα δανικά - ærlig, ærlige, ærligt
- έντομο στα δανικά - insekt, insekter, insect, insekt-, insektet
Τυχαίες λέξεις
Έντεχνος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspert, dygtig, håndværksmæssig, håndværksmæssig udførelse, fagmæssig, håndværksmæssigt, håndværksmæssige
Μεταφράσεις: ekspert, dygtig, håndværksmæssig, håndværksmæssig udførelse, fagmæssig, håndværksmæssigt, håndværksmæssige