Έντεχνος στα ολλανδικά

Μετάφραση: έντεχνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakkundig, bedreven, werk omschreven, vakkundige, vakbekwame, workmanlike
Έντεχνος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έντεχνος

έντεχνος συλλογισμός, έντεχνος ορισμός, έντεχνος συνωνυμο, έντεχνοσ λαϊκόσ λόγοσ, έντεχνος σοφία, έντεχνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έντεχνος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έντεκα στα ολλανδικά - elf, Eleven moet, Eleven, de elf, van elf
  • έντερο στα ολλανδικά - darm, darmen, ingewanden
  • έντιμος στα ολλανδικά - net, degelijk, achtenswaard, achtenswaardig, respectabel, achtbaar, eerzaam, ...
  • έντομο στα ολλανδικά - insecten, insect, insectencellen
Τυχαίες λέξεις
Έντεχνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vakkundig, bedreven, werk omschreven, vakkundige, vakbekwame, workmanlike