Έξοδα στα δανικά

Μετάφραση: έξοδα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udgifter, omkostninger, udgifterne, udgifter i
Έξοδα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έξοδα

έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης 2014, έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης, έξοδα αγοράς ακινήτου, έξοδα σύστασης ικε, έξοδα διάθεσης, έξοδα λεξικό γλώσσας δανικά, έξοδα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έξη στα δανικά - sædvane, vane, seks, på seks
  • έξι στα δανικά - seks, på seks
  • έξοδος στα δανικά - udgang, frakørsel, exit, afkørsel, Afslut
  • έξοχα στα δανικά - pragtfuld, primely
Τυχαίες λέξεις
Έξοδα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udgifter, omkostninger, udgifterne, udgifter i