Αμάθεια στα δανικά

Μετάφραση: αμάθεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uvidenhed, ukendskab, manglende kendskab, uvidenhedens
Αμάθεια στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμάθεια

αμάθεια συνώνυμο, αποφθεγματα αμάθεια, αμάθεια ημιμάθεια, αμάθεια λεξικό γλώσσας δανικά, αμάθεια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλχημιστής στα δανικά - alkymist, Alchemist, alkymisten, alkymistiske, alkymistisk
  • αλύγιστος στα δανικά - stiv, unbowed, ubøjelig
  • αμάλγαμα στα δανικά - amalgam, blanding, sammensmeltning, sammenblanding, af amalgam
  • αμάξωμα στα δανικά - chassis, chassiset, kabinettet, kabinet, stel
Τυχαίες λέξεις
Αμάθεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uvidenhed, ukendskab, manglende kendskab, uvidenhedens