Ανακαίνιση στα δανικά

Μετάφραση: ανακαίνιση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
renovering, til renovering, renovering i, renovation, renoveringen
Ανακαίνιση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαίνιση

ανακαίνιση διαμερίσματος, ανακαίνιση κουζίνας, ανακαίνιση μπάνιο, ανακαίνιση θεσσαλονίκη, ανακαίνιση μπάνιου κόστος, ανακαίνιση λεξικό γλώσσας δανικά, ανακαίνιση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναισθησία στα δανικά - anæstesi, bedøvelse, bedøvelsen, anæstesiapparater, narkose
  • ανακάλυψη στα δανικά - opdagelse, opdagelsen, fundet, discovery
  • ανακαινίζω στα δανικά - orord, ro rd
  • ανακαλύπτω στα δανικά - opdage, oplev, opleve, finde, opdager
Τυχαίες λέξεις
Ανακαίνιση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: renovering, til renovering, renovering i, renovation, renoveringen