Ανακαίνιση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανακαίνιση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vernieuwing, renovatie, renovatie in, Renovatiejaar, verbouwing
Ανακαίνιση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαίνιση

ανακαίνιση διαμερίσματος, ανακαίνιση κουζίνας, ανακαίνιση μπάνιο, ανακαίνιση θεσσαλονίκη, ανακαίνιση μπάνιου κόστος, ανακαίνιση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανακαίνιση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναισθησία στα ολλανδικά - anesthesie, verdoving, narcose, de anesthesie, anaesthesie
  • ανακάλυψη στα ολλανδικά - ontdekking, ontdekken, discovery, de ontdekking, vondst
  • ανακαινίζω στα ολλανδικά - oorwoord, o orw o ord, orw o ord
  • ανακαλύπτω στα ολλανδικά - overblijfsel, afbakenen, trekken, spoor, voetspoor, uittekenen, aftekenen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανακαίνιση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vernieuwing, renovatie, renovatie in, Renovatiejaar, verbouwing