Ανακαίνιση στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανακαίνιση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðgerð, endurnýjun, Endurbótum, um endurnýjun, endurbætur
Ανακαίνιση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακαίνιση

ανακαίνιση διαμερίσματος, ανακαίνιση κουζίνας, ανακαίνιση μπάνιο, ανακαίνιση θεσσαλονίκη, ανακαίνιση μπάνιου κόστος, ανακαίνιση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανακαίνιση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναισθησία στα ισλανδικά - svæfing, svæfingu, svæfingar, deyfing, deyfingu Meðferð með
  • ανακάλυψη στα ισλανδικά - fundur, uppgötvun, Uppgötvunin, Discovery
  • ανακαινίζω στα ισλανδικά - reface
  • ανακαλύπτω στα ισλανδικά - finna, uppgötva, að uppgötva, komast, uppgötvar
Τυχαίες λέξεις
Ανακαίνιση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: viðgerð, endurnýjun, Endurbótum, um endurnýjun, endurbætur