Αναλλοίωτος στα δανικά

Μετάφραση: αναλλοίωτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uforanderlige, uforanderlig, ufravigelige, uforanderligt, modificerbar
Αναλλοίωτος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναλλοίωτος

αναλλοίωτος συνώνυμα, αναλλοίωτος ετυμολογια, αναλλοίωτος λεξικο, αναλλοίωτος λεξικό γλώσσας δανικά, αναλλοίωτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναλγητικός στα δανικά - smertestillende, analgetisk, analgetiske, analgetikum, smertestillende middel
  • αναληθής στα δανικά - falsk, usandt, usande, usand, forkert, sandt
  • αναλογία στα δανικά - forholdet, forhold, forholdet mellem, forhold mellem
  • αναλυτής στα δανικά - analytiker, analytikeren, analytikermøde, er analytiker
Τυχαίες λέξεις
Αναλλοίωτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uforanderlige, uforanderlig, ufravigelige, uforanderligt, modificerbar