Αναλλοίωτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναλλοίωτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onveranderlijk, onveranderlijke, onveranderbaar, onwrikbare, onvervalsbaar
Αναλλοίωτος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναλλοίωτος

αναλλοίωτος συνώνυμα, αναλλοίωτος ετυμολογια, αναλλοίωτος λεξικο, αναλλοίωτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναλλοίωτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναλγητικός στα ολλανδικά - pijnstillend, analgeticum, analgetische, pijnstillende, analgetisch
  • αναληθής στα ολλανδικά - onwaar, vals, verkeerd, bedrieglijk, dubbelhartig, onecht, loos, ...
  • αναλογία στα ολλανδικά - taxeren, verhouding, evenredigheid, begroten, zinsnede, afmeting, omvang, ...
  • αναλυτής στα ολλανδικά - analist, analyst, analyticus, analisten
Τυχαίες λέξεις
Αναλλοίωτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onveranderlijk, onveranderlijke, onveranderbaar, onwrikbare, onvervalsbaar