Αναλλοίωτος στα ιταλικά

Μετάφραση: αναλλοίωτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inalterabile, immutabile, inalterabili, immodificabile
Αναλλοίωτος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναλλοίωτος

αναλλοίωτος συνώνυμα, αναλλοίωτος ετυμολογια, αναλλοίωτος λεξικο, αναλλοίωτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναλλοίωτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναλγητικός στα ιταλικά - analgesico, analgesica, analgesici, analgesiche, antalgico
  • αναληθής στα ιταλικά - erroneo, menzognero, errato, infido, falso, fasullo, posticcio, ...
  • αναλογία στα ιταλικά - dosaggio, misura, aliquota, analogia, tasso, costo, parte, ...
  • αναλυτής στα ιταλικά - analista, Analyst, dell'analista, analista di, l'analista
Τυχαίες λέξεις
Αναλλοίωτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: inalterabile, immutabile, inalterabili, immodificabile