Αναπτύσσομαι στα δανικά

Μετάφραση: αναπτύσσομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
uddanne, figurer, former, udformninger, Karriere Begivenheder
Αναπτύσσομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπτύσσομαι

αναπτύσσομαι στα αγγλικα, αναπτύσσομαι κλιση, αναπτύσσομαι συνώνυμα, αναπτύσσομαι ρήμα, αναπτύσσομαι λεξικό γλώσσας δανικά, αναπτύσσομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναπροσαρμόζομαι στα δανικά - justerede, justeret, korrigerede, indstillede, korrigeret
  • αναπτήρας στα δανικά - lighter, lettere, lysere, lægter, lighteren
  • αναπτύσσω στα δανικά - uddanne, udvikle, at udvikle, udvikler, udvikling, udarbejde
  • αναπόφευκτα στα δανικά - uundgåeligt, uvægerligt, nødvendigvis, uundgåeligt vil
Τυχαίες λέξεις
Αναπτύσσομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: uddanne, figurer, former, udformninger, Karriere Begivenheder