Ανθρώπινος στα δανικά
Μετάφραση: ανθρώπινος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
menneskelig, menneske, human, menneskelige, menneskers
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανθρώπινος
ανθρώπινος εγκέφαλος, ανθρώπινος σκελετός, ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινος καταπέλτης – η νέα μόδα που απογειώνει.. (βίντεο), ανθρώπινος στόχος, ανθρώπινος λεξικό γλώσσας δανικά, ανθρώπινος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανθρωπολογία στα δανικά - antropologi, Anthropology, antropologien, antropologiske, Antropologisk
- ανθρωπότητα στα δανικά - menneskeheden, menneskehedens, menneskelighed, menneskehed
- ανθώ στα δανικά - blomstre, bloom, flor, plante, blomstrer
- ανιαρός στα δανικά - trættende, kedelig, kedeligt, kedelige, kedeligste, boring
Τυχαίες λέξεις
Ανθρώπινος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: menneskelig, menneske, human, menneskelige, menneskers
Μεταφράσεις: menneskelig, menneske, human, menneskelige, menneskers