Ανθρώπινος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανθρώπινος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
personage, snuiter, menselijk, sujet, vent, persoon, enkeling, individu, knul, kerel, menselijke, mens, de menselijke, de mens
Ανθρώπινος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανθρώπινος

ανθρώπινος εγκέφαλος, ανθρώπινος σκελετός, ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινος καταπέλτης – η νέα μόδα που απογειώνει.. (βίντεο), ανθρώπινος στόχος, ανθρώπινος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανθρώπινος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανθρωπολογία στα ολλανδικά - antropologie, de antropologie, antropologische, anthropologie
  • ανθρωπότητα στα ολλανδικά - mensheid, mensdom, menselijkheid, de mensheid, de menselijkheid, mens
  • ανθώ στα ολλανδικά - fanfare, fanfarekorps, bloeien, bloem, bloei, Bloom, bloei van
  • ανιαρός στα ολλανδικά - vervelend, saai, vermoeiend, melig, taai, saaie, Vervelendste, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανθρώπινος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: personage, snuiter, menselijk, sujet, vent, persoon, enkeling, individu, knul, kerel, menselijke, mens, de menselijke, de mens