Ανοικτός στα δανικά

Μετάφραση: ανοικτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, åbent, åben, Åbn, Open
Ανοικτός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοικτός

ανοικτός διεθνής διαγωνισμός, ανοικτός αρτηριακός πόρος, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος στη θεσσαλονίκη, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός λογαριασμός, ανοικτός λεξικό γλώσσας δανικά, ανοικτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανοησίες στα δανικά - nonsens, vrøvl, noget vrøvl, nonsense, sludder
  • ανοικοδόμηση στα δανικά - genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
  • ανοιχτά στα δανικά - åbent, åbenlyst, åben, åbent at
  • ανοιχτοχέρης στα δανικά - gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent
Τυχαίες λέξεις
Ανοικτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: åbne, åbent, åben, Åbn, Open