Ανοικτός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανοικτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, toegankelijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοικτός
ανοικτός διεθνής διαγωνισμός, ανοικτός αρτηριακός πόρος, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος στη θεσσαλονίκη, ανοικτός μαγνητικός τομογράφος, ανοιχτός λογαριασμός, ανοικτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοικτός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανοησίες στα ολλανδικά - gekheid, zever, onzinnigheid, absurditeit, nonsens, onzin, nonsense, ...
- ανοικοδόμηση στα ολλανδικά - wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van
- ανοιχτά στα ολλανδικά - rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
- ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά - kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανοικτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, toegankelijk
Μεταφράσεις: openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, toegankelijk