Ανταμοιβή στα δανικά
Μετάφραση: ανταμοιβή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dusør, belønning, belønne, belønningen, Løn, vederlag, betaling
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανταμοιβή
ανταμοιβή αγγλικα, ανταμοιβή english, ανταμοιβή συνώνυμα, ανταμοιβή λεξικό γλώσσας δανικά, ανταμοιβή στα δανικά
Μεταφράσεις
- ανταλλάσσω στα δανικά - udveksling, bytte, udvekslingen, udveksle, udveksling af, gengæld
- ανταμείβω στα δανικά - belønning, belønningen, Løn, vederlag, betaling
- αντανακλαστικός στα δανικά - refleksiv, refleksive, refleksivt, den refleksive, reflexive
- αντανακλώ στα δανικά - afspejle, reflektere, afspejler, overveje, udtryk
Τυχαίες λέξεις
Ανταμοιβή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dusør, belønning, belønne, belønningen, Løn, vederlag, betaling
Μεταφράσεις: dusør, belønning, belønne, belønningen, Løn, vederlag, betaling