Αξιοπρέπεια στα δανικά
Μετάφραση: αξιοπρέπεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
værdighed, værdigt, vaerdighed, værdigheden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιοπρέπεια
αξιοπρέπεια αντωνυμο, αξιοπρέπεια ετυμολογία, αξιοπρέπεια λεξικό, αξιοπρέπεια (συνδυασμός ανεξάρτητων υποψηφίων), αξιοπρέπεια αποφθέγματα, αξιοπρέπεια λεξικό γλώσσας δανικά, αξιοπρέπεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- αξιοπιστία στα δανικά - pålidelighed, pålideligheden, driftsikkerhed, driftssikkerhed, pålidelige
- αξιοποιώ στα δανικά - udbytte, genvinde, kræve, tilbagekræve, tilbagesøge, kræve tilbagebetaling
- αξιοπρεπής στα δανικά - værdig, værdigt, værdige, værdighed, en værdig
- αξιοσημείωτα στα δανικά - bemærkelsesværdigt, bemærkelsesværdig, markant, påfaldende, utroligt
Τυχαίες λέξεις
Αξιοπρέπεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: værdighed, værdigt, vaerdighed, værdigheden
Μεταφράσεις: værdighed, værdigt, vaerdighed, værdigheden