Απολαμβάνω στα δανικά
Μετάφραση: απολαμβάνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyde, nyder, nyd, glæde, glæde af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απολαμβάνω
απολαμβάνω στιχοι, απολαμβάνω αόριστος, απολαμβάνω κλιση, απολαμβάνω τινός, απολαμβάνω λεξικο, απολαμβάνω λεξικό γλώσσας δανικά, απολαμβάνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- απολαβές στα δανικά - løn, indtjening, indtjeningen, resultat, indtægter, overskud
- απολαβή στα δανικά - fortjeneste, fortjene, profitere, indtægt, indkomst, få, gevinst, ...
- απολαυστικός στα δανικά - liflig, delectable, lækkert, lækre, herlige
- απολυμαίνω στα δανικά - desinficere, desinficeres, desinfektion, at desinficere, desinficer
Τυχαίες λέξεις
Απολαμβάνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nyde, nyder, nyd, glæde, glæde af
Μεταφράσεις: nyde, nyder, nyd, glæde, glæde af