Αποπληκτικός στα δανικά
Μετάφραση: αποπληκτικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
indelukket, snerpet, indelukkede, tilstoppet, stoppet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληκτικός
αποπληκτικός λεξικό γλώσσας δανικά, αποπληκτικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποπλανώ στα δανικά - forføre, at forføre, forfører, forfřre
- αποπληθωρισμός στα δανικά - deflation, deflatering, tømning, deflationen, deflation med
- αποπληξία στα δανικά - slag, slagtilfælde, streg, takts, apopleksi
- αποπληρωμή στα δανικά - tilbagebetaling, godtgørelse, tilbagebetalingen, indfrielse, tilbagebetalt
Τυχαίες λέξεις
Αποπληκτικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: indelukket, snerpet, indelukkede, tilstoppet, stoppet
Μεταφράσεις: indelukket, snerpet, indelukkede, tilstoppet, stoppet