Αποπληκτικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αποπληκτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заостанато, затнат, загушлива, застоен, спарно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποπληκτικός
αποπληκτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αποπληκτικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αποπλανώ στα σλαβομακεδονικά - заведе, заведам, заведат, ја заведе, заведуваат
- αποπληθωρισμός στα σλαβομακεδονικά - дефлација, дефлацијата, на дефлација, дефлација во
- αποπληξία στα σλαβομακεδονικά - мозочен удар, удар, мозочниот удар, ударот
- αποπληρωμή στα σλαβομακεδονικά - отплата, на отплата, враќање, отплатата, отплата на
Τυχαίες λέξεις
Αποπληκτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: заостанато, затнат, загушлива, застоен, спарно
Μεταφράσεις: заостанато, затнат, загушлива, застоен, спарно