Αποσαφηνίζω στα δανικά
Μετάφραση: αποσαφηνίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forklare, klarlægge, afklare, præcisere, tydeliggøre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποσαφηνίζω
αποσαφηνίζω βικιλεξικο, αποσαφηνίζω english, αποσαφηνίζω διασαφηνίζω, αποσαφηνίζω συνώνυμα, αποσαφηνίζω αντωνυμο, αποσαφηνίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αποσαφηνίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- απορροφώ στα δανικά - tilrane, engross, fordybe, tilrane sig, to fordybe
- απορρόφηση στα δανικά - absorption, absorptionen, optagelse, optagelsen, absorbering
- αποσβολώνω στα δανικά - døs, daze, fortumlet, rundtosset
- αποσκίρτηση στα δανικά - afhopning, frafald, defection, frafaldet, desertering
Τυχαίες λέξεις
Αποσαφηνίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forklare, klarlægge, afklare, præcisere, tydeliggøre
Μεταφράσεις: forklare, klarlægge, afklare, præcisere, tydeliggøre