Αποτελώ στα δανικά
Μετάφραση: αποτελώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyldes op, udgør, der fyldes op, udgøre, at kompensere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποτελώ
αποτελώ στα αγγλικά, αποτελεί συνώνυμα, αποτελώ english, αποτελώ λεξικό γλώσσας δανικά, αποτελώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποτελεσματικός στα δανικά - effektiv, effektive, effektivt, en effektiv, faktiske
- αποτελεσματικότητα στα δανικά - effektivitet, effektiviteten, effektiv, effektive, effektivt
- αποτεφρώνω στα δανικά - forbrænde, brænde, brændes, afbrænde, forbrænder
- αποτιμώ στα δανικά - værdsat, værdiansættes, vurderet, vurderes, værdiansat
Τυχαίες λέξεις
Αποτελώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fyldes op, udgør, der fyldes op, udgøre, at kompensere
Μεταφράσεις: fyldes op, udgør, der fyldes op, udgøre, at kompensere