Αρπάζω στα δανικά

Μετάφραση: αρπάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kobling, fange, gribe, nasse, redde sig, at nasse
Αρπάζω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρπάζω

αρπάζω πούντα, αρπάζω αρχικοί χρόνοι, αρπάζω ομορριζα, αρπάζω συνώνυμα, αρπάζω την ευκαιρία, αρπάζω λεξικό γλώσσας δανικά, αρπάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αρουραίος στα δανικά - rotte, rotter, rotten, rat
  • αρπάζομαι στα δανικά - snapper
  • αρπαγή στα δανικά - beslaglæggelse, anfald, beslaglæggelsen, krampeanfald, udlæg
  • αρπακτικός στα δανικά - raptorial
Τυχαίες λέξεις
Αρπάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kobling, fange, gribe, nasse, redde sig, at nasse