Gribe στα ελληνικά
Μετάφραση: gribe, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαβή, καταλαμβάνω, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, συλλαμβάνω, σφίγγω, παίρνω, κατάσχω, κράτημα, αποκτώ, απομόνωση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gren στα ελληνικά - κλάδος, κλαδί, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
- greve στα ελληνικά - μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, Count, Καταμέτρηση, μετράνε
- grim στα ελληνικά - άσχημος, απαίσιος, άσχημο, άσχημη, άσχημα, άσχημες
- grimasse στα ελληνικά - μορφάζω, γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού
Τυχαίες λέξεις
Gribe στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαβή, καταλαμβάνω, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, συλλαμβάνω, σφίγγω, παίρνω, κατάσχω, κράτημα, αποκτώ, απομόνωση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Μεταφράσεις: λαβή, καταλαμβάνω, πιάνω, αρπάζω, κλώσημα, συλλαμβάνω, σφίγγω, παίρνω, κατάσχω, κράτημα, αποκτώ, απομόνωση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν