Αυθεντία στα δανικά

Μετάφραση: αυθεντία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
autoritet, kontor, myndighed, embede, myndigheds, myndigheder
Αυθεντία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυθεντία

αυθεντία συνώνυμα, αυθεντία του κράτουσ δικαίου, αυθεντία english, αυθεντία ως τεκμήριο, αυθεντία λεξικό, αυθεντία λεξικό γλώσσας δανικά, αυθεντία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αυθάδης στα δανικά - sassy, frække, næsvis, fræk, Langærmet
  • αυθαίρετος στα δανικά - vilkårlig, vilkårlige, vilkårligt, vilkårlig kørsel, vilkårlig kørsel af
  • αυθεντικός στα δανικά - ægte, autentiske, autentisk, gyldighed, er autentiske
  • αυθορμητισμός στα δανικά - spontanitet, spontaniteten, spontane, umiddelbarhed, spontan
Τυχαίες λέξεις
Αυθεντία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: autoritet, kontor, myndighed, embede, myndigheds, myndigheder