Αυτοκρατορικός στα δανικά
Μετάφραση: αυτοκρατορικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
imperial, kejserlige, kejserlig, imperialistiske, imperialistisk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοκρατορικός
αυτοκρατορικός σταυρός, αυτοκρατορικός λώρος, αυτοκρατορικός αετός, αυτοκρατορικός πιγκουίνος, αυτοκρατορικός σκορπιός, αυτοκρατορικός λεξικό γλώσσας δανικά, αυτοκρατορικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυτοκράτορας στα δανικά - kejser, tyran, despot, kejseren, Emperor, kejserens
- αυτοκρατορία στα δανικά - empire, imperium, imperiet, rige
- αυτοκτονία στα δανικά - selvmord, begå selvmord, at begå selvmord, af selvmord
- αυτοκόλλητο στα δανικά - Sticker, klistermærke, mærkat, til bil
Τυχαίες λέξεις
Αυτοκρατορικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: imperial, kejserlige, kejserlig, imperialistiske, imperialistisk
Μεταφράσεις: imperial, kejserlige, kejserlig, imperialistiske, imperialistisk