Βάθρο στα δανικά

Μετάφραση: βάθρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
basis, grund, piedestal, sokkel, soklen, søjle, piedestalen
Βάθρο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάθρο

βάθρο γέφυρας, βάθρο του αγρίππα, βάθρο english, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο συνώνυμο, βάθρο λεξικό γλώσσας δανικά, βάθρο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βάζω στα δανικά - butik, lager, sætte, benytte, strø, forråd, remise, ...
  • βάθος στα δανικά - dybde, dybden, indgående, dybtgående, tilbundsgående
  • βάλτος στα δανικά - sump, mose, marsk, Marsh, mosen, marsken
  • βάμμα στα δανικά - nuance, tinktur, tincture, grundtinkturen, Tinkturen
Τυχαίες λέξεις
Βάθρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: basis, grund, piedestal, sokkel, soklen, søjle, piedestalen