Βάθρο στα λιθουανικά

Μετάφραση: βάθρο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fondas, pjedestalas, pjedestalo, cokolis, pamatas, papėdė
Βάθρο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάθρο

βάθρο γέφυρας, βάθρο του αγρίππα, βάθρο english, τριγωνομετρικό βάθρο, βάθρο συνώνυμο, βάθρο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βάθρο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βάζω στα λιθουανικά - parduotuvė, atsarga, krautuvė, vartoti, naudoti, depas, saugykla, ...
  • βάθος στα λιθουανικά - gylis, gylio, gylį, aukštis, gilumas
  • βάλτος στα λιθουανικά - liūnas, bala, pelkė, marsh, pelkinės, raistas
  • βάμμα στα λιθουανικά - atspalvis, tinktūra, tinktūros, trauktinė
Τυχαίες λέξεις
Βάθρο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: fondas, pjedestalas, pjedestalo, cokolis, pamatas, papėdė